- θυροκολλώ
- (α) μετ.1) извещать, уведомлять, предупреждать (наклеивая на дверь извещение и т. п.); 2) перен. опубликовать, обнародовать, объявить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυροκολλώ — θυροκολλώ, θυροκόλλησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυροκολλώ — ησα, ήθηκα, θυροκολλημένος, η, ο, επικολλώ στη θύρα κάποια γνωστοποίηση ή διαφήμιση: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek